βλαστάνει

βλαστάνει
βλαστάνω
bud
pres ind mp 2nd sg
βλαστάνω
bud
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόβλαστος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που βλαστάνει πρώτος ή πριν από κάτι άλλο ή αυτός που βλαστάνει πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βλαστός] …   Dictionary of Greek

  • ένθαλλος — ἔνθαλλος, ον (Α) [θαλλός] αυτός που θάλλει, που βλαστάνει, που βρίσκεται σε θαλερότητα, θαλερός …   Dictionary of Greek

  • αειβλαστής — ἀειβλαστής, ές (Α) αυτός που πάντοτε βλαστάνει, θάλλει, ο αειθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + βλαστάνω] …   Dictionary of Greek

  • ακανθόβλαστος — ἀκανθόβλαστος, ον (Μ) αυτός που βλαστάνει και ξεπετάει αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βλαστάνω] …   Dictionary of Greek

  • ακρόκλαδος — η, ο (Μ ἀκρόκλαδος, ο, ως ουσ.) αυτός που βλαστάνει ή βρίσκεται στην άκρη τού κλαδιού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ακρόκλαδο το άκρο, η κορυφή τού κλαδιού ή το ψηλότερο κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κλάδος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρόκλαδο] …   Dictionary of Greek

  • αλιανθής — ἁλιανθής, ὲς (Α) αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + ανθὴς < ἄνθος] …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την …   Dictionary of Greek

  • ευανάβλαστος — εὐανάβλαστος, ον (Α) αυτός που βλαστάνει ελεύθερα («εὐανάβλαστοι θαλλοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα βλαστάνω] …   Dictionary of Greek

  • ευβλαστής — εὐβλαστής, ές (Α) 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.) 2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαστής (< θ. βλαστέ , βλαστ ον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”